- τετράκλινος
- -η, -ο / τετράκλινος, -ον, ΝΑνεοελλ.αυτός που έχει τέσσερεις κλίνες («τετράκλινο δωμάτιο»)μσν.-αρχ.αυτός που έχει τέσσερα καθίσματα ή ανάκλιντρα («ἁμάξας τετρακλίνους», Λουκιαν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)-* + -κλινος (< κλίνη), πρβλ. πεντά-κλινος].
Dictionary of Greek. 2013.