τετράκλινος

τετράκλινος
-η, -ο / τετράκλινος, -ον, ΝΑ
νεοελλ.
αυτός που έχει τέσσερεις κλίνες («τετράκλινο δωμάτιο»)
μσν.-αρχ.
αυτός που έχει τέσσερα καθίσματα ή ανάκλιντρα («ἁμάξας τετρακλίνους», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)-* + -κλινος (< κλίνη), πρβλ. πεντά-κλινος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • OECI — Graece Οἶκοι et οἰκήματα, cellae dictae sunt Balneorum, apud Veteres, quarum cum tres essent, Frigidaria, Tepidaria et Caldaria; illam ψνχρὸν οἶκον, et ψυχροδόχον οἶκον, appellat Lucian. in Dial. istam ἠρέμκ χλιαινόμενον οἶκον, Idem: hanc, θερμὸν …   Hofmann J. Lexicon universale

  • τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… …   Dictionary of Greek

  • τετρακλίνους — τετρακλί̱νους , τετράκλινος with four seats masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετράκλινοι — τετράκλῑνοι , τετράκλινος with four seats masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”